- γειτονεύω
- avoisiner
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γειτονεύω — γειτονεύω, γειτόνεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γειτονεύω — (AM γειτονεύω) [γείτων] 1. είμαι γείτονας κάποιου 2. συνορεύω νεοελλ. (για γυναίκα) περνάω την ώρα μου με άλλες γειτόνισσες … Dictionary of Greek
γειτονεύω — γειτόνεψα, είμαι γείτονας, κατοικώ ή βρίσκομαι κοντά σε κάποιον: Τα μαγαζιά μας γειτονεύουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γειτονιάζω — γειτονεύω … Dictionary of Greek
γειτονιάζω — γειτονεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγειτνιώ — άω, Μ είμαι γείτονας, γειτονεύω με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γειτνιῶ «γειτονεύω»] … Dictionary of Greek
προσγειτνιώ — άω, Α γειτονεύω, συνορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γειτνιῶ «γειτονεύω»] … Dictionary of Greek
γειτονευσάντων — γειτονέω aor part act masc/neut gen pl γειτονέω aor imperat act 3rd pl γειτονεύω l ect. aor part act masc/neut gen pl γειτονεύω l ect. aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτονευόντων — γειτονέω pres part act masc/neut gen pl γειτονέω pres imperat act 3rd pl γειτονεύω l ect. pres part act masc/neut gen pl γειτονεύω l ect. pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτονεῦον — γειτονέω pres part act masc voc sg γειτονέω pres part act neut nom/voc/acc sg γειτονεύω l ect. pres part act masc voc sg γειτονεύω l ect. pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτονεύοντα — γειτονέω pres part act neut nom/voc/acc pl γειτονέω pres part act masc acc sg γειτονεύω l ect. pres part act neut nom/voc/acc pl γειτονεύω l ect. pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)